Γράφει ο Γιώργος Σάρτας:
Οι Αμερικάνικες εκλογές προκάλεσαν μεγάλη πόλωση και στην Ελλάδα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι οι Έλληνες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου σε αυτές. Υποστηρικτές και εχθροί του Τραμπ και της Χίλαρι κονταροχτυπιόνταν για μέρες στα κοινωνικά δίκτυα, τα μμε και τα καφενεία. Η υποστήριξη και ο φανατισμός έφτασε να θυμίζει ποδοσφαιρικό “ντέρμπι αιωνίων αντιπάλων” που λένε και οι αθλητικογράφοι. Αν κανείς συνέκρινε αυτό το κλίμα με το υποτονικό κλίμα μέσα στο οποίο διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές του Σεπτέμβρη στην Ελλάδα θα έλεγε ότι είναι πολύ πιο φορτισμένο. Αυτό το γεγονός φαντάζει περίεργο σε μια πρώτη ανάγνωσή. Εύλογα μπορεί να γεννήσει σχόλια για τον ελληνικό επαρχιωτισμό και την κρυφή γοητεία της Αμέρικκκας. Όμως πίσω από αυτό κρύβεται και κάτι ακόμα. Οι ελληνικές εκλογές του Σεπτέμβρη ήταν τόσο υποτονικές και αδιάφορες γιατί στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου όλα τα κόμματα (ή εν πάση περιπτώσει όλα τα κόμματα κυβερνητικών αξιώσεων) είχαν το ίδιο οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα: το μνημόνιο που είχε λίγο πριν την κήρυξη εκλογών ψηφιστεί από 221 βουλευτές. Αν συγκρίνει κανείς την πόλωση που υπήρχε στην ελληνική κοινωνία μόλις δύο μήνες πριν με αφορμή το δημοψήφισμα του Ιουλίου η διαφορά ήταν τεράστια. Και αυτό είναι λογικό το καλοκαίρι (όπως και στις εκλογές του Γενάρη του 2015) ο κόσμος αισθάνονταν ότι αποφασίζει για την πολιτική που θα εφαρμοστεί στο άμεσο μέλλον ενώ το Σεπτέμβρη καλούνταν απλά να επιλέξει διαχειριστή.
Κάποιοι αναλυτές κυρίως από το λεγόμενο φιλελεύθερο χώρο συγκρίνουν τον Τραμπ με τον Τσίπρα ως τις δύο όψεις (δεξιά και αριστερή) του λαϊκισμού. Αμφιβάλλω αν ο λαϊκισμός είναι ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Άλλωστε λαϊκισμό ασκεί ως ένα βαθμό οποιοσδήποτε διεκδικεί ψήφους ή προσπαθεί να διαμορφώσει την “κοινή γνώμη”. Ο λαϊκισμός πάει μαζί με την αντιπροσώπευση. Στη δική μου αντίληψη πχ. τα κείμενα της καθημερινής και του Βήματος είναι εντελώς λαϊκιστικά όπως και οι ομιλίες του Κυριάκου και του Θεοδωράκη. Ενώ η έννοια του λαϊκισμού δεν είναι αναλυτικά χρήσιμη η σύγκριση του Τραμπ με τον Τσίπρα (τον ΣΥΡΙΖΑ) έχει μια αξία. Και στις δύο περιπτώσεις ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος και κυρίως των κατώτερων στρωμάτων ψήφισαν ενάντια σε αυτό που το “σύστημα” όπως οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται τους έλεγε να ψηφίσουν.
Η ελληνική περίπτωση έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι δεν υπάρχουν διέξοδοι. Το κράτος έχει συνέχεια και οι κεντρικές του κατευθύνσεις στην οικονομία, την κοινωνία, τα “εθνικά” θέματα, κλπ. δεν αλλάζουν με την αλλαγή κυβερνήσεων. Στην κεντρική πολιτική σκηνή το “there is no alternative” είναι αληθές. Για αυτό και ο κόσμος στις εκλογές του Σεπτέμβρη δεν ψήφισε τη ΛΑΕ ή την Ανταρσυα αλλά επέλεξε διαχειριστή. Το χάσμα ανάμεσα στη βούληση των υποτελών τάξεων και της κοινοβουλευτικής πολιτικής έγινε πιο φανερό από ποτέ τις επόμενες μέρες από το δημοψήφισμα. Αγνοώντας τη βούληση του 65% των ψηφοφόρων κυβέρνηση και αντιπολίτευση χέρι χέρι ψήφισαν λιτότητα.
Γιατί όμως αυτοί που ψήφισαν όχι δεν αντέδρασαν σε αυτήν την εξέλιξη; Γιατί σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής δεν υπήρχε κανείς πέρα από τον Τσίπρα να μπορεί να τους εκπροσωπήσει και τα κοινωνικά κινήματα στην αντίληψη των περισσότερων ανθρώπων είχαν αποδειχθεί αποτυχημένα να σταματήσουν την αντεργατική επίθεση τα προηγούμενα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι οι συνταγές σχεδόν όλων των οργανωμένων τμημάτων των κινημάτων δοκιμάστηκαν: Μαζικές ειρηνικές πορείες, εκτεταμένες συγκρούσεις, γενικές απεργίες, καταλήψεις πλατειών, αυτο-οργανωμένες συνελεύσεις, κλπ. δεν κατάφεραν να μπλοκάρουν τα μέτρα. Ήταν πάνω στην ήττα και όχι τη νίκη αυτών των κινητοποιήσεων που βασίστηκε από το 2012 και μετά η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ως η τελευταία ελπίδα για “να γίνει κάτι”. Τι κάνουν τα οργανωμένα κομμάτια αυτών των κινημάτων από το 2012 και μετά; Προσπαθούν να επαναλάβουν τις κινητοποιήσεις αυτές “καλύτερα”.
Η γύμνια αυτής της στρατηγικής ήταν που φάνηκε ξεκάθαρα τον Ιούλιο του 2015. Όταν η κεντρική πολιτική σκηνή έκανε φανερό ότι δεν μπορεί κοινοβουλευτικά να υπάρξει ούτε καν ρεφορμιστική εκπροσώπηση των ταξικών συμφερόντων των από κάτω φάνηκε ότι δεν υπήρχε ορατή εναλλακτική ούτε στο επίπεδο της κοινωνικής/ταξικής αυτο-οργάνωσης. Μετά από αυτό οι αποχωρήσαντες του ΣΥΡΙΖΑ και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά σφυρίζουν αδιάφορα προσπαθώντας να συγκροτήσουν διαφόρων ειδών πολιτικά μέτωπα και γιατί όχι; ένα ΣΥΡΙΖΑ της δραχμής. Ο ελευθεριακός χώρος πάλι κλεισμένος στην αυτο-αναφορικότητα του δεν μπορεί ούτε αυτός να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική για τους εργαζόμενους.
Ένα συμπέρασμα που βγαίνει από όλη αυτή τη συσσωρευμένη εμπειρία των χρόνων της καπιταλιστικής κρίσης είναι ότι δεν αρκεί να σηκωθεί ο κόσμος από το καναπέ και να βγει στο δρόμο, ούτε να υιοθετήσει μαζικά βίαιες μορφές δράσης για να πετύχει έστω επιμέρους νίκες. Η διαδήλωση είναι για τους οργανωμένους κινηματίες στην Ελλάδα το υπέρτατο στάδιο δράσης όπου πρέπει να καταλήγουν όλα. Όλες οι οργανώσεις (σωματεία, λαϊκές συνελεύσεις, δομές αλληλεγγύης, πολιτικές συλλογικότητες) δουλεύουν για να κατεβάσουν όσο περισσότερο κόσμο γίνεται στο δρόμο. Το όνειρο της “κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων” παραμένει ζωντανό.
Στην πραγματικότητα η διαδήλωση (με συγκρούσεις ή χωρίς) μόνο επικουρικό ρόλο μπορεί να έχει σε μια ουσιαστική προσπάθεια για την κοινωνική αλλαγή. Το βασικό κριτήριο δεν είναι πόσοι θα κατέβουν στο δρόμο αλλά πως αλλάζουν οι κοινωνικές σχέσεις στο πεδίο της καθημερινότητας. Μέσα στους χώρους εργασίας, μέσα στα σχολεία/σχολές, μέσα στις γειτονιές. Αν κάποιος/α δουλεύει 8ωρο με μειωμένο βασικό μισθό και το απόγευμα διαδηλώνει ενάντια στο μνημόνιο αυτό μικρή αξία έχει αν δεν αποτελεί και ένα μέσο εκτόνωσης. Για να υπάρξει πραγματική εναλλακτική λύση χρειάζεται το βάρος να πέσει στην οργάνωση της εργατικής τάξης στο επίπεδο της πραγματικής ζωής. Άλλα εργατικά σωματεία που θα γεννήσουν έναν άλλο πολιτισμό απέναντι στο κυρίαρχο παράδειγμα, πραγματικές συνελεύσεις γειτονιάς και όχι συλλογικότητες ομοϊδεατών, ταξικά συνδικαλιστικά σχήματα σε σχολές και σχολεία, κλπ. Έτσι μπορεί να γεννηθεί μια εναλλακτική λύση με την αλλαγή της καθημερινότητας των ανθρώπων.
Επιστρέφοντας στον Ντόναλντ είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί (για ένα διαφορετικό κοινό από αυτό του Αλέξη) ότι δεν υπάρχει εναλλακτική μέσω εκλογών. Η πολιτική του Αμερικάνικου κράτους όπως και του Ελληνικού δεν αλλάζει με αλλαγές προσώπων και κομμάτων. Βέβαια όσο η κρίση του καπιταλισμού οξύνεται είναι το ίδιο το “σύστημα” που ριζοσπαστικοποιείται (προς τα δεξιά) και όχι οι μεμονωμένοι εκπρόσωποί του και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε. Όπως και στην Ελλάδα η λύση δεν είναι η αναζήτηση ενός αριστερού υποψήφιου ή μετώπου αλλά το χτίσιμο μιας κοινωνικής/ταξικής αντιπολίτευσης στον καπιταλισμό που ειδικά στις υπάρχουσες συνθήκες δεν μπορεί παρά να είναι εκτός και ενάντια στο σύνολο των παιχτών της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Γιώργος Σάρτας
Μέλος της ΕΣΕ Αθήνας