Γράφει ο: Erik Cumhau
Με αφορμή κάποια περιστατικά από την πρόσφατη κινητοποίηση για προπαγάνδιση του οργανωμένου αγώνα σε χώρους εργασίας στις Κυκλάδες, όπου παρατηρήθηκε απέχθεια – μικρού μεν υπαρκτού δε – μέρους του εργαζόμενου προσωπικού σε βαθμό έντονης αντίδρασης στην προτροπή να διεκδικήσει δυναμικά τα εργασιακά του δικαιώματα, ήρθε στο νου μου το σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο όπου όμηροι διάκεινται με θετικά συναισθήματα, όπως συμπάθεια και συμπόνια προς τους απαγωγείς τους, φτάνοντας μερικές φορές σε σημείο να υπερασπίζονται και να ταυτίζονται με αυτούς. Με μια ορθολογική ανάλυση της κατάστασης τα αυτή η συναισθηματική κατάσταση θεωρείται παράλογη. Ιδιαίτερα αν λάβει υπόψη κανείς το μέγεθος του κινδύνου, ρίσκου ή και ψυχολογικής βίας μερικές φορές που υπέστησαν τα θύματα. Η φροϋδική θεωρία προτείνει ότι η σχεσιακή σύνδεση θύτη – θύματος είναι αποτέλεσμα της αντίδρασης του ατόμου στο τραύμα που υπέστη από την θυματοποίηση του. Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο είναι ένας τρόπος που το ίδιο το εγώ του θύματος υπερασπίζεται τον εαυτό του. Με λίγα λόγια, όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός ως κίνδυνος ή απειλή.
Αυτή ακριβώς η ψυχολογική και υπαρξιακή «κατάσταση» παρατηρείται να χαρακτηρίζει αρκετούς εργαζομένους στην σχέση τους με τους εργοδότες. Δηλαδή, όχι απλώς δεν ενδιαφέρονται να τους αντιπαλέψουν, ακόμη και σε δεδομένες καταστάσεις εκμετάλλευσης, αλλά τείνουν να υπερασπιστούν την εκμετάλλευσή τους ως «φυσικό φαινόμενο», ως «προσωρινή κατάσταση», ως ποιος ξέρει με ποια δικαιολογία. Διότι ναι μεν λόγω απόγνωσης στην κοινωνία της ανεργίας και της ανασφάλειας μπορεί να μην θέλουν να βάλουν σε κίνδυνο μια – επισφαλή έστω – θέση εργασίας που κατέχουν, όμως το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως στο να εναντιωθούν σε οποιαδήποτε διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους ίσως εξηγείται με κάποια πιο βαθιά ψυχολογική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει.
Πολλές φορές οι εργαζόμενοι έχουν μοιραστεί με εργοδότες και με διοίκηση παραγωγικές διαδικασίες, τους έχουν κάνει να αισθανθούν «παιδιά» της επιχείρησης ή οργανισμού όπου δουλεύουν, έχουν εσωτερικεύσει στόχους για αύξηση του τζίρου της επιχείρησης (χωρίς πολλές φορές μπόνους σε επιπλέον κέρδη), και γενικότερα έχουν ζυμωθεί σε διάφορες καταστάσεις που ξεπερνούν την κανονικότητα της εργασιακής σχέσης. Αυτή λοιπόν η διαδικασία κοινωνικοποίησης, τους έχει κάνει να αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια κοινότητα με πιο δυνατές σχέσεις από την σύμβαση εργασίας, την οποία καλούνται να διεκδικήσουν έννομα όταν αυτή καταπατείται. Ως εκ τούτου τείνουν να υπερασπιστούν αυτήν την κοινότητά τους και τον «απαγωγέα – εργοδότη» τους απέναντι σε προσπάθειες που τους καλούν να σπάσουν τον δεσμό τους αυτόν, όπως η οργάνωση σε συνδικαλιστική δράση. Διότι τότε δεν θα τους βλέπει φιλικά η εργοδοσία, αλλά σαν ένα αντίπαλο μέρος και θεωρούν ότι θα χάσουν την ψυχο-κοινωνική κατάσταση φιλίας ή ανήκειν που πιστεύουν ότι έχουν μέχρι τότε στον χώρο εργασίας τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνδρομο υπάρχει τόσο σε μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις, που προβάλλουν το οικογενειακό της επιχείρησης και προωθούν de facto την στενή σχέση ανάμεσα σε εργοδοσία και εργαζομένους, αλλά και σε μεγάλες επιχειρήσεις που λειτουργούν ως οργανώσεις, όπου ως κομμάτι του μάρκετινγκ στην διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού προωθούν την έννοια του ανήκειν σε μια κοινότητα και οι στόχοι για υπερκέρδος της επιχείρησης εξατομικεύονται σε προσωπικούς στόχους για κάθε εργαζόμενο.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης στις εργασιακές σχέσεις, φαίνεται να αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο στην όποια προσπάθεια οργάνωσης σε χώρους εργασίας των εργαζομένων ενάντια στην εργοδοτική εκμετάλλευση, ακόμη και στους ζοφερούς για την εργασία καιρούς της ελληνικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα. Αυτό είναι κάτι που το κεφάλαιο το γνωρίζει, εξού και σε όλα τα επίπεδα προωθεί την ιδιαίτερη σχέση με τους εργαζομένους του, ο συνδικαλισμός όμως το έχει αναγνωρίσει -αναλύσει και πώς προτίθεται να το αντιπαλέψει;
Erik Cumhau
Μέλος της ΕΣΕ Αθήνας